διαφθορεύς

From LSJ

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφθορεύς Medium diacritics: διαφθορεύς Low diacritics: διαφθορεύς Capitals: ΔΙΑΦΘΟΡΕΥΣ
Transliteration A: diaphthoreús Transliteration B: diaphthoreus Transliteration C: diafthoreys Beta Code: diafqoreu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, corrupter, νόμων, ἀνθρώπων, Pl.Cri.53c; τῶν νέων Them.Or.23.296b: as fem., E.Hipp.682.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 destructor φίλων E.Hipp.682, τῶν νόμων Pl.Cri.53b, ὧν ἔδρασαν ἐκεῖνοι Ph.2.559, τῶν ἱερῶν Str.12.8.9, τοῦ Περσῶν γένους Procop.Goth.4.7.3, τῆς οἰκίας Procop.Arc.2.11, τῶν εὖ καθεστώτων Procop.Arc.6.22.
2 corruptor νέων Pl.Cri.53c, Them.Or.23.296b, Fauorin.Cor.32, τῆς εὐταξίας Basil.M.31.1152C, cf. A.Andr.Gr.62.17.

German (Pape)

[Seite 611] ὁ, Verderber, Zerstörer, Verführer; νόμων Plat. Crit. 53 c; νέων Themist.; ἱερῶν Strab. XII, 575. ·

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
qui détruit ; qui viole (les lois), qui corrompt (les jeunes gens, etc.), qui cause la perte de.
Étymologie: διαφθείρω.

Russian (Dvoretsky)

διαφθορεύς: έως ὁ
1 извратитель, исказитель (τῶν νόμων Plat.);
2 совратитель (νέων καὶ ἀνοήτων ἀνθρώπων Plat.);
3 пагуба (ὦ φίλων διαφθορεῦ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφθορεύς: έως, ὁ, ὁ διαφθείρων, παραποιῶν, κιβδηλεύων, τῶν νόμων Πλάτ. Κριτ. 53C· τῶν νέων Θεμίστ. Λόγ. 296Β· - ὡσαύτως ὡς θηλ. ἐν Εὐρ. Ἱππ. 682.

Greek Monotonic

διαφθορεύς: -έως, ὁ, διαφθορέας (ό,τι και στη Ν.Ε.), τῶν νόμων, σε Πλάτ.· ως θηλ. στον Ευρ.

Middle Liddell

διαφθορεύς, έως, n [from διαφθείρω
a corrupter, τῶν νόμων Plat.:—as fem. in Eur.

English (Woodhouse)

seducer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

seducer

Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot