ὑφόρμιον

Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό, (   A ὅρμος 1) necklace, Ael. Dion.Fr.417.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόρμιον: τό, (ὅρμος) κόσμημά τι χρυσοῦν, Εὐστάθ. 1150. 24· «κόσμου εἶδος» Φώτ. «ὑφόρμιον· χρυσοῦν κοσμάριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ (κατά τον Ησύχ., Φώτ., Ευστ.) χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅρμος (Ι) «κόσμημα για τον λαιμό, περιδέραιο»].