ὡραιοκόμος

Revision as of 09:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A studying dress or decoration, Suid.

German (Pape)

[Seite 1413] fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραιοκόμος: -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].