ὠχροειδής

Revision as of 09:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A pallid, πόνος Suid. v. ἴκτερος, prob. in Dsc.5.104.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχροειδής: -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, ὠχρός, κίτρινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἴκτερος.

Greek Monolingual

-ές / ὠχροειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, ωχροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + -ειδής].