ές, A pallid, πόνος Suid. v. ἴκτερος, prob. in Dsc.5.104.
ὠχροειδής: -ές, γεν. -έος, ὁ ἔχων ὄψιν ὠχράν, ὠχρός, κίτρινος, Σουΐδ. ἐν λ. ἴκτερος.
-ές / ὠχροειδής, -ές, ΝΑαυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, ωχροκίτρινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + -ειδής].