ῥυσαλέος

Revision as of 09:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον,    A wrinkled, ὀπώρη Nic.Al. 181.

German (Pape)

[Seite 852] runzlig, Nic. Al. 180, auch ῥυσσαλέος geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσᾰλέος: (ποιητ. ῥυσσαλέος) α, ον, ἐρρυσωμένος, ἐρρυτιδωμένος, πεπανθείς, ὀπώρην ῥυσσαλέην, «ἤτοι τὴν πεπανθεῖσαν καὶ πέπειρον» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 180.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, -α, -ον, Α
(για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, πειν-αλέος)].