ῥυτίδωμα

Revision as of 09:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A wrinkle, Sch.Ar.Pl. 1052, 1066.

German (Pape)

[Seite 854] τό, das Gerunzelte, runzliger Körper, Schol. Ar. Plut. 1051.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτίδωμα: τό, ῥυτίς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1052, 1066.

Greek Monolingual

-ατος, το / ῥυτίδωμα, ΝΑ ῥυτιδῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρυτιδώνω, ζάρωμα, σούφρωμα
νεοελλ.
βοτ. το ξηρόφλοιο.