ρυτιδώνω

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

ῥυτιδῶ, -όω, ΝΑ ῥυτίς, -ίδος]
(μτβ.) προξενώ ρυτίδωση σε κάποιον ή σε κάτι, ζαρώνω κάποιον ή κάτι
αρχ.
μτφ. κατηγορώ κάποιον ψευδώς και κακοβούλως, διαβάλλω.