χελύσσομαι

Revision as of 15:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

English (LSJ)

Ep. χελλύσσομαι,    A expectorate, (χέλυς ΙΙ) Nic.Al. 81, Moer.p.102 P.:—Hsch. cites χελούειν, = βήσσειν (Lacon. or Boeot.).    II Act. χελλύσσω, metaph. of a swimmer, spit out, i.e. the waves, Lyc.727, cf. Sch.ad.loc.

Greek (Liddell-Scott)

χελύσσομαι: Ἐπικ. χελλύσσομαι, ὡς τὸ χρέμπτομαι, βήττω, «βήχω», (ἴδε χέλυς ΙΙ), Νικ. Ἀλεξιφ. 81, ἴδε Μοῖριν 102· πρβλ. ἀναχελύσσομαι· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει χελούειν = βήσσειν, ἴσως Λακων. ἢ Βοιωτ. τύπος. ΙΙ. Ὁ Λυκόφρ. 727 ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἐνεργ. χελλύσσω, μεταφορ. ἐπὶ πλοίου, διασχίζω τὰ κύματα, ἴδε Σχόλ.