χέλυς

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέλυς Medium diacritics: χέλυς Low diacritics: χέλυς Capitals: ΧΕΛΥΣ
Transliteration A: chélys Transliteration B: chelys Transliteration C: chelys Beta Code: xe/lus

English (LSJ)

ῠος, ἡ,
A tortoise, h.Merc.33.
2 lyre (since Hermes made the first lyre by stretching strings on a tortoise's shell, which acted as a sounding board), ib.25,153, Sapph.45, A.Fr.314; καθ' ἑπτάτονον ὀρείαν χ. E.Alc.448 (lyr.), cf. HF683 (lyr.).
3 the constellation Lyra, Arat.268.
II arched breast, chest, from its likeness of shape to the back of a tortoise, Hp.Anat.1, E.El. 837; cf. χελώνιον ΙΙ. [ῡ in nom. and acc. sg., h.Merc.33,153; later ῠ, Call.Ap.16, Arat.268, Opp.H.5.404.] (Cf. OSlav. žely 'tortoise'.)

German (Pape)

[Seite 1348] υος, ἡ, = χελώνη, – 1) die Schildkröte, aus deren Schaale Hermes die erste Lyra verfertigte, H. h. Merc. 33; dah. die Lyra selbst, die aus der Schildkrötenschaale gemacht ist, ib. 25. 153; Aesch. frg. 318; καθ' ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν Eur. Alc. 449; Herc. F. 683; bes. der Schallboden, der gewölbte Teil, Philostr. Imagg. 1, 10. – 2) das Gewölbe, die Brust, Brusthöhle, in der die Lunge liegt, Hippocr., Eur. El. 837.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
1 lyre, faite primit. avec une écaille de tortue;
2 partie bombée de la poitrine, sternum.
Étymologie: cf. χελώνη.

Russian (Dvoretsky)

χέλυς: ῠος ἡ
1 черепаха HH;
2 лира (первонач. изготовлявшаяся из щита черепахи) HH, Aesch.: χ. ἑπτάτονος Eur. семиструнная лира;
3 грудная клетка, грудь (ἀπορρῆξαι χέλυν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χέλυς: -ῠος, ἢ, = χελώνη, Λατ. lestudo· - ἀκολούθως, ἐπειδὴἙρμῆς κατεσκεύασεν ἐκ τοῦ ὀστράκου χελώνης τὴν πρώτην λύραν ἐντείνας τὰς χορδὰς ἐπ’ αὐτοῦ, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 33, ἡ λέξις χέλυς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὴν λύραν, ὡς τὸ Λατιν. testudo, αὐτόθι 25. 153, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320· καθ’ ἑπτάτονον ὀρείαν χ. Εὐρ. Ἄλκ. 449, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 683. 2) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας, Ἀρατ. 269. ΙΙ. τὸ κυρτὸν στῆθοςστέρνον ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τὴν ῥάχιν τῆς χελώνης, Ἱππ. 915Η, Εὐρ. Ἠλ. 837· πρβλ. χελώνιον ΙΙ. (Πρβλ. χελύνη, χελώνη, χέλυον· Σανσκρ. bar-mutas (testudo)· Σλαυ. zelŭvi, zel-vi (limax)). [Τὸ υ εἶναι πιθανῶς φύσει βραχύ, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 16, Ἀππ. Ἀλ. 5. 404, Ἄρατ. 268· μακρὸν δὲ μόνον ἐν ἄρσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 33, 153, 242].

Greek Monolingual

-υος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας χελυΐδες
αρχ.
1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.)
2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν», Ευρ.)
3. το κοίλο μέρος της λύρας, το ηχείο
4. το κοίλωμα του θώρακα, στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χέλυς, παράλληλα με έναν αμάρτυρο αρχικό σλαβ. τ. želũ- (πρβλ. αρχ. σλαβ. žely, želĭve, ρωσ. žolur), ανάγονται σε έναν ΙΕ τ. ghelū- με σημ. «χελώνα». Άλλοι σχηματισμοί από το ίδιο θ. είναι ο τ. χελύνη (< ghe-lūnā) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορύνη) και ο τ. χελώνη (< ghelōunā) με μακρά δίφθογγο -ων- στο επίθημα -ώνη (πρβλ. ῥαστώνη). Όσο για το σχήμα χέλυς: χελώνη πρβλ. και λατ. corvus: κορώνη. Κατ' άλλους, οι τ. χέλυς, χελώνη ανάγονται στη ρίζα του χεῖλος (πρβλ. και χελύνη [Ι]). Για τη σημασιολογική αιτιολόγηση αυτής της άποψης πρβλ. το ιταλ. διαλ. bezzuca «χελώνα» < γαλατ. beccus «ράμφος» (πρβλ. γαλλ. bec) + αμάρτυρο pĩts- «μύτη, κορυφή» (πρβλ. αγγλ. peak, γαλλ. pic), πιθ. λόγω του ότι η χελώνα έχει μυτερό σαγόνι. Λιγότερο πιθανή, τέλος, θεωρείται τόσο η αναγωγή τών τ. στην ΙΕ ρίζα ghel- «κίτρινος, πράσινος» και η σύνδεσή τους με τα χλόη και λατ. helvus «κοκκινωπός» όσο και η αναγωγή τους σε μια μη ΙΕ ρίζα. Στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. χελών < χελώνη (πρβλ. βελόνα < βελόνη)].

Greek Monotonic

χέλυς: -ῠος, ἡ, χελώνα, Λατ. testudo·
I. έπειτα, από τότε που ο Ερμής κατασκεύασε λύρα, τεντώνοντας χορδές επάνω σε όστρακο χελώνας, η λέξη χέλυς έφτασε να σημαίνει λύρα, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ερμ., Ευρ.
II. κυρίως στήθος, στέρνο από την ομοιότητα του σχήματός του με τη ράχη της χελώνας, σε Ευρ.

Middle Liddell

χέλυς, ῠος, ἡ,
I. a tortoise, Lat. testudo:—then, since Hermes made the lyre by stretching strings on its shell, which acted as a sounding-board, χέλυς came to mean the lyre, Hhymn. (to Merc.), Eur.
II. the arched breast, the chest, from its likeness of shape to the back of a tortoise, Eur.

Mantoulidis Etymological

-υος, ἡ (=χελώνη), (=χελώνα, λύρα, γιατί ὁ Ἑρμῆς ἔκανε τήν πρώτη λύρα ἀπό ὄστρακο χελώνας).