= sq. 1, dub. in Alex.Trall. 8.2.
σμυρνιάζω: παρασκευάζω ἢ συσκευάζω διὰ μύρρας, ἀρωματίζω, οἶνος ἐσμυρνισμένος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 23. ἀμεταβ., εἶμαι ὅμοιος πρὸς μύρραν, Διοσκ. 1. 79.
Αβλ. σμυρνίζω.