Κασσιτερίδες

Revision as of 19:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ων, αἱ, A the Cassiterides or tin-islands, prob. the Scilly Islands, Hdt.3.115, cf. Str.2.5.15 and 30, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Κασσῐτερίδες: -ων, αἱ, ἤτοι αἱ παράγουσαι κασσίτερον νῆσοι, (ἴδε ἐν λ. κασσίτερος), Ἡρόδ. 3. 115· προβλ. Στράβ. 120, 129, κλ.

French (Bailly abrégé)

ίδων (αἱ) :
les Cassitérides.
Étymologie: κασσίτερος.

Greek Monotonic

Κασσῐτερίδες: -ων, αἱ, οι Κασσιτερίδες ή τα νησιά που παράγουν κασσίτερο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Κασσῐτερίδες: атт. Καττῐτερίδες (ῐδ) αἱ Касситериды, т. е. Оловянные острова (предполож. у юго-зап. берегов Британии, по друг. - у берегов Испании) Her., Diod.

Middle Liddell


the Cassiterides or tin-islands, prob. the Scilly islands and Cornwall, Hdt. [from κασσί˘τερος]