κασσίτερος

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασσῐ́τερος Medium diacritics: κασσίτερος Low diacritics: κασσίτερος Capitals: ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kassíteros Transliteration B: kassiteros Transliteration C: kassiteros Beta Code: kassi/teros

English (LSJ)

[ῐ], Att. καττίτερος, ὁ, tin (never in Od.), Il.11.25, 23.503, SIG247i 3 (Delph., iv B.C.), etc.; ἐτήκετο κασσίτερος ὣς τέχνῃ ὕπ' αἰζηῶν Hes.Th.862, cf. Il.18.474; χεῦμα κασσιτέροιο a plating of tin, 23.561; κ. πάνεφθος Hes.Sc.208; κνημῖδας ἑανοῦ κασσίτερος Il.18.613; δύο καττιτέρω two plates of tin, IG22.204.23, cf. Hdt.3.115. (Elamite word, cf. Bab. kassitira: hence Skt. kastīram.)

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, att. καττίτερος (kastîra im Sanscr. Blei), Zinn; bei Hom. zu Verzierungen an Panzern u. Schilden gebraucht, Il. 11, 25. 34. 18, 565. 574, nach χαλκός neben Gold u. Silber genannt; 20, 271 besteht ein Schild aus fünf Lagen über einander, zweien von Kupfer, zweien von Zinn u. einer von Gold, die der Schmied mit dem Hammer getrieben hat (ἤλασε); auch an Wagen, 23, 503; χεῦμα φαεινοῦ κασσιτέροιο ibd. 561, ein Zinnguß, Verzinnung; ἑανὸς κ. s. unter ἑανός; πάνεφθος Hes. Sc. 208; ἐτήκετο κασσίτερος ὥς Th. 862; Her. 3, 115 u. Folgde. Weil bei Hom. bes. Beinschienen daraus erwähnt werden, hat man, da Zinn zu weich zu sein scheint, unter κασσίτερος Werkblei verstehen wollen; es waren aber wohl überzinnie Kupferplatten, vgl. Arist. poet. 17. In der Odyssee kommt das Wort nicht vor.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
étain, primit. mélange d'argent et de plomb, dont on faisait des cuirasses et des boucliers.
Étymologie: DELG très obscur, pê emprunt aux Élamites, car la composition kassi-teros semble désigner ce métal comme « provenant du pays des Cassites » ; cf. arabe qazdir « étain ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κασσίτερος -ου, ὁ Ion. voor καττίτερος.

Russian (Dvoretsky)

κασσίτερος: атт. καττίτερος (ῐ) ὁ олово Hom., Hes. etc.: χεῦμα κασσιτέροιο Hom. литье из олова.

English (Autenrieth)

tin; used to ornament weapons and chariots.

Spanish

estaño

Greek Monolingual

ο (AM κασσίτερος, Α και αττ. τ. καττίτερος)
αργυρόλευκο και στιλπνό μέταλλο που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση μετάλλων, την επίχριση της επιφάνειας τών μαγειρικών σκευών και την κατασκευή καθρεφτών, κν. καλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., ελαμιτικής πιθ. καταγωγής από kassi-ti-ra «μέταλλο από τη χώρα τών Κασσιτών».
ΠΑΡ. κασσιτερίδες, κασσιτέρινος, κασσιτερώ
αρχ.
κασσιτεράς, κασσιτήριον.
ΣΥΝΘ. κασσιτεροποιός, κασσιτερουργός
νεοελλ.
κασσιτεροκόλληση, κασσιτερούχος, κασσιτεροφόρος, κασσιτερώδης].

Greek Monotonic

κασσίτερος: [ῐ], Αττ. καττ-, ὁ, κασσίτερος, Λατ. stannum, σε Ομήρ. Ιλ. Λιωνόταν και έπειτα χυνόταν μέσα σε σκληρότερο χαλκό, απ' όπου χεῦμα κασσιτέροιο, επιμετάλλωση, περίχυμα κασσιτέρου, στο ίδ. (ξεν. λέξη).

Greek (Liddell-Scott)

κασσίτερος: ῐ, Ἀττ. καττ-, ὁ, «καλάϊ», συχν. ἐν Ἰλ. (ἂν καὶ οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), τὸ πλεῖστον ὡς κόσμημα ὁπλισμοῦ, Ἰλ. Λ. 25, 34., Σ. 565, 574· ἢ ἁρμάτων, Ψ. 503. Συνήθως ἐτήκετο, Ἰλ. Σ. 474, Ἡσ. Θ. 862· καὶ ἐχύνετο ἐπὶ τοῦ σκληροτέρου χαλκοῦ, ὅθεν χεῦμα κασσιτέροιο, περίχυμα κασσιτέρου, Ἰλ. Ψ. 561· κ. πάνεφθος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 208· ἀλλὰ κατειργάζοντο αὐτὸν καὶ διὰ τῆς σφύρας ὡς ἐν Ἰλ. Υ. 271, ἔνθα ἔχομεν ἀσπίδα μὲ πέντε ἐλάσματα (πτύχας), πάντα δὲ ἐσφυρηλατήθησαν, καὶ τὰ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν ἐκ κασσιτέρου: - πέντε πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων (δηλ. ὁ Ἥφαιστος), τὰς δύο χαλκείας, δύο δ’ ἔνδοθι κασσιτέροιο, τὴν δὲ μίαν χρυσέην· αἱ κνημίδες ἦσαν ἐκ κασσιτέρου, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Ἰλ. Φ. 592· κνημῖδας ἐανοῦ κασ. (ἔνθα τὸ ἐπίθετον παρέχει τὸν λόγον τῆς χρήσεως τοῦ μετάλλου τούτου, διότι τὸ ἐανὸς ἐνταῦθα καθ’ Ἡσύχ. σημαίνει: ἐνδιάχυτος), Σ. 613. (Τὸ Σανσκρ. ὄνομα εἶναι kastîra, ὅπερ λέγεται ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ kâsh (λάμπω), εὑρίσκεται δὲ κασσίτερος ἐν ταῖς παρὰ τὴν Ἰνδικὴν νήσοις. Ἐντεῦθεν εἰκάζεται ὅτι οἱ Φοίνικες κατὰ πρῶτον ἔλαβον τὸ ὄνομα μετὰ τοῦ μετάλλου ἐκ τῆς Ἀνατολῆς καὶ μετήνεγκαν αὐτὸ εἰς τὴν ἐπαρχίαν Cornawll τῆς Ἀγγλίας καὶ τὰς νῦν καλουμένας Seilly Isles, αἵτινες ὠνομάσθησαν Κασσιτερίδες, ὅπερ ἐγίνωσκεν ὁ Ἡρόδ. (3. 115) ὡς ὄνομα τοῦ τόπου ὅθεν ἐξήγετο τὸ μέταλλον, ἂν καὶ ἠγνόει τὸ μέρος ἔνθα αὗται αἱ νῆσοι ἔκειντο (ὑπάρχει ὁδός τις καλουμένη Cassiter Street ἐν Bodmin)· ἴδε Lassen ἐν Ritter’ s Erdkunde 5. 439· Τὸ Ἀραβικὸν ὄνομα εἶναι kasdîr, πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: tin (Il.)
Other forms: Att. καττίτερος
Compounds: as 1. member in κασσιτερο-ποιός tinner (Ptol.).
Derivatives: κασσιτέρινος (καττι-) of tin (Att. inscr., Arist.); Κασσιτερίδες νῆσοι "the tin-islands", prob. SW. of Britain (Hdt. 3, 115, Str.); κασσιτερᾶς m. tinner (pap.); κασσιτερόω tin (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Origin unknown. One has supposed Elamitie origin, from *kassi-ti-ra "coming from the land of the Kassi (i. e. Kossäer)" (from where Κασσίτιρα island in the Indian Ocean [Dion. ap. St. Byz.]?), but also called Celtic names like Cassi-velaunus, with the Κασσιτερίδες νῆσοι giving their name to the metall (cf. e. g. Κύπρος: copper) or v.v.. - Eberts Reallexikon 6, 299, Schrader-Nehring Reallex. 2, 699f.; lit. in W.-Hofmann s. cassiterum (plus Nachträge); Kretschmer Glotta 27, 36; cf. Bq. - Gr. κασσίτερος was spread widely: Lat. cassiterum (after ferrum, aurum a. o.), OCS kositerъ, Skt. kastīram, Arab. qazdir etc. The group σσ / ττ however is typically Pre-Greek, so the word will have come from Greece or Anatolia. Cf. the word for lead, μόλυβδος.

Middle Liddell

tin, Lat. stannum, Il. It was melted, and then cast upon χαλκός, hence χεῦμα κασσιτέροιο a plating of tin, Il. [A foreign word.]

Frisk Etymology German

κασσίτερος: {kassíteros}
Forms: att. καττίτερος
Grammar: m.
Meaning: Zinn (ep. ion. seit Il., att. Inschr.);
Composita: als Vorderglied in κασσιτεροποιός Verzinner (Ptol.).
Derivative: Davon κασσιτέρινος (καττι-) aus Zinn (att. Inschr., Arist. u. a.); Κασσιτερίδες νῆσοι "die Zinninseln", wahrscheinlich sw. von Britannien (Hdt. 3, 115, Str.); κασσιτερᾶς m. Verzinner (Pap.); κασσιτερόω verzinnen (Dsk.).
Etymology: Herkunft strittig. Man hat einerseits elamitischen Ursprung vermutet, aus *kassi-ti-ra "aus dem Land der Kassi (d. h. Kossäer) stammend" (davon Κασσίτιρα Insel im Indischen Ozean [Dion. ap. St. Byz.]?), anderseits an keltische Namen wie Cassi-velaunus erinnert, wobei die Κασσιτερίδες νῆσοι ebensowohl dem Metall ihren Namen hätten geben können (vgl. z. B. Κύπρος: Kupfer) wie umgekehrt; die eine Annahme ebenso hypothetisch wie die andere. — Eberts Reallexikon 6, 299, Schrader-Nehring Reallex. 2, 699f.; weitere Lit. bei W.-Hofmann s. cassiterum (auch Nachträge); dazu Kretschmer Glotta 27, 36; ältere Lit. auch bei Bq. — Gr. κασσίτερος hat eine weite Verbreitung erhalten: lat. cassiterum (nach ferrum, aurum u. a.), aksl. kositerъ, aind. kastīram, arab. qazdir usw.
Page 1,798

Mantoulidis Etymological

(=τό καλάι). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.

Léxico de magia

estaño γρά(ψον) (ὀνόματα) κασσιτέρῳ graba los nombres en estaño SM 96A 23

Translations

tin

Afrikaans: tin; Albanian: kalaj; Amharic: ቆርቆሮ; Arabic: قَصْدِير‎; Egyptian Arabic: صفيح‎; Hijazi Arabic: قَصْدير‎; Moroccan Arabic: قزدير‎; Armenian: անագ; Assamese: ৰাং; Asturian: estañu; Avar: гъалай; Azerbaijani: qalay; Basque: eztainua; Belarusian: волава; Bengali: টিন; Breton: staen; Bulgarian: калай; Burmese: သံဖြူ; Catalan: estany; Central Melanau: timah; Chinese Mandarin: 錫, 锡; Coptic: ⲃⲁⲥⲛϭ, ⲑⲣⲁⲛ; Cornish: sten; Czech: cín; Danish: tin; Dargwa: къалай; Dutch: tin; Esperanto: stano; Estonian: tina; Faroese: tin; Finnish: tina; French: étain; Friulian: stagn; Galician: estaño; Georgian: კალა; German: Zinn; Greek: κασσίτερος; Ancient Greek: κασσίτερος, καττίτερος; Hebrew: בְּדִיל‎; Hindi: त्रपु; Hungarian: ón, cin, bádog; Iban: bangkang, bangkoh; Icelandic: tin; Ido: stano; Indonesian: timah; Interlingua: stanno; Irish: stán; Italian: stagno; Japanese: 錫, スズ; Javanese: ꦠꦶꦩꦃ; Kannada: ತವರ; Kashubian: cëna; Kazakh: қалайы; Khmer: សំណប៉ាហាំង, ប៉ាហាំង; Korean: 주석, 동납철, 석; Kyrgyz: калай; Lao: ຊືນ, ດີບຸກ; Latin: stannum; Latvian: alva; Lezgi: къеле; Lithuanian: alavas; Low German: Tinn; Luxembourgish: Zënn; Macedonian: калај; Malay: stanum, timah; Malayalam: വെളുത്തീയം, തകരം; Maltese: landa; Manchu: ᡨᠣᡥᠣᠯᠣᠨ; Mansi: а̄нах; Manx: stainney; Mongolian: тугалга; Nahuatl: amochitl; Nanai: тохолгон; Navajo: béésh dildǫʼí; Norwegian: tinn; Occitan: estanh; Old English: tin; Oromo: qorqorroo; Ossetian Digor: дзӕхуӕ; Iron: къала; Ottoman Turkish: قالای‎; Persian: قلع‎, ارزیز‎; Plautdietsch: Blajch; Polish: cyna; Portuguese: estanho; Rohingya: zermóuni; Romanian: staniu, cositor; Russian: олово, станнум; Santali: ᱴᱤᱬ; Scottish Gaelic: staoin; Serbo-Croatian Cyrillic: калај; Roman: kalaj, kositar; Slovak: cín; Slovene: kositer, cin; Sorbian Lower Sorbian: cen; Upper Sorbian: cyn; Southern Altai: калай, телеҥир; Spanish: estaño; Sumerian: 𒀭𒈾; Sundanese: ᮒᮤᮙᮂ; Swedish: tenn; Tagalog: tinggaputi; Tajik: қалъ; Tamil: தகரம்; Tatar: аккургаш; Ternate: beleki; Thai: ดีบุก; Tiwi: kilupi; Tok Pisin: tin; Turkish: kalay; Turkmen: galaýy; Ukrainian: олово; Uyghur: قەلەي‎; Uzbek: kalay; Cyrillic: калай; Vietnamese: thiếc; Vilamovian: cejn; Welsh: tùn; West Frisian: tin; Yiddish: בלעך‎