Θυέστειος

Revision as of 19:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

α, ον, A of Thyestes, ῥάκη Ar.Ach.433; δεῖπνον Porph.Chr. 69.

Greek (Liddell-Scott)

Θυέστειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Θυέστην, ῥᾴκη Ἀριστοφ. Ἀχ. 433.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Thyeste.
Étymologie: Θυέστης.

Greek Monotonic

Θυέστειος: -α, -ον, σχετικά με τον Θυέστη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Θυέστειος, η, ον
of Thyestes, Ar.