αἱμοφόρυκτος

Revision as of 19:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, (φορύσσω) A defiled with blood, κρέα Od.20.348; ῥεύματα Heraclit.All.42.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοφόρυκτος: -ον, (φορύσσω) = μεμολυσμένος δι’ αἵματος, κρέα, Ὀδ. Υ. 348.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
souillé de sang, tout sanglant.
Étymologie: αἷμα, φορύσσω.

English (Autenrieth)

(φορύσσω): reeking with blood; κρέα, Od. 20.348†.

Spanish (DGE)

-ον
manchado, contaminado por la sangre κρέα Od.20.348, ῥεύματα Heraclit.All.42.

Greek Monotonic

αἱμοφόρυκτος: -ον (φορύσσω), μολυσμένος, κηλιδωμένος με αίμα· κρέα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμοφόρυκτος: замаранный кровью, окровавленный (κρέα Hom.).

Middle Liddell

φορύσσω
defiled with blood, κρέα Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμοφόρυκτος -ον αἷμα, φορύσσω met bloed bevlekt\n of besmeurd.