αὐότης

Revision as of 20:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

Att. αὑότης, ητος, ἡ, A dryness, Arist.HA518a11.

Greek (Liddell-Scott)

αὐότης: Ἀττ. αὐότης, ητος, ἡ, ξηρότης, ξηρασία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 5.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
desecación οὐχ αὐ. ἐστὶν ἡ πολιότης Arist.HA 518a11.

Greek Monolingual

αὐότης και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) αύος
ξηρότητα, ξηρασία.

Russian (Dvoretsky)

αὐότης: атт. αὑότης, ητος ἡ сухость Arst.