ξηρότητα
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Greek Monolingual
η (Α ξηρότης) ξηρός
1. η κατάσταση ή η ιδιότητα του ξηρού, έλλειψη υγρασίας, ξεραΐλα
2. ατμοσφαιρική ξηρασία, ανομβρία
3. (για ύφος) έλλειψη γλαφυρότητας
αρχ.
1. το να γίνεται κάτι ξηρό, στεγνό, η αποξήρανση
2. (για χαρακτήρα) αυστηρότητα, τραχύτητα
3. φρ. «ξηρότης τῶν νεῶν» — η καλή κατάσταση των σανιδωμάτων τών πλοίων.