βλέπος

Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ους, τό, A = βλέμμα, look, Ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. Theoc. 23.12.

German (Pape)

[Seite 448] τό, = βλέμμα, Ar. Nub. 1176 ἀττικόν, d. i. unverschämt.

Greek (Liddell-Scott)

βλέπος: τό, = βλέμμα, ματιά, Ἀττικὸν βλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1176.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.

Spanish (DGE)

-εος, τό
mirada ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. prob. corrupto, Theoc.23.12.

Greek Monolingual

το (Α βλέπος) βλέπω
βλέμμα, ματιά.

Greek Monotonic

βλέπος: τό, βλέμμα, ματιά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βλέπος: εος τό Arph., Theocr. = βλέμμα 1.

Middle Liddell

= βλέμμα
a look, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλέπος -ους, zonder contr. -εος, τό βλέπω blik.