βροχθίζω

Revision as of 20:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A take a mouthful, Arist.Pr.948a5. II clear the throat, τινί with... Clearch.Com.2. III give to drink, Aq.Ge.24.17.

German (Pape)

[Seite 465] die Kehle netzen, übh. verschlucken, Arist. Probl. 27, 3; τοῖς κολλώδεσι γόγγρων βρόχθιζε Clearch. com. Ath. XIV, 623 c.

Greek (Liddell-Scott)

βροχθίζω: καταπίνω, Ἀριστ. Προβλ. 27. 3, 4· πρβλ. καταβρ- ΙΙ. καθαρίζω τὸν λαιμόν, τινι, μέ τι, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 623C.

French (Bailly abrégé)

1 humecter le gosier;
2 avaler.
Étymologie: βρόχθος.

Spanish (DGE)

I intr.
1 echar un trago σημεῖον δὲ τὸ μὴ πίνειν πολύ, ἀλλὰ καὶ βροχθίσαι Arist.Pr.948a5.
2 aclararse la garganta γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βρόχθιζε Clearch.Com.2.
II tr. dar de beber βρόχθισόν με Aq.Ge.24.17.

Greek Monolingual

βροχθίζω (AM) βρόχθος
1. καταβροχθίζω, καταπίνω
2. καθαρίζω τον λαιμό.

Russian (Dvoretsky)

βροχθίζω: проглатывать Arst.