βρομιάς

Revision as of 20:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. of sq. ΙΙ, A θοίνα Pi.Dith.Oxy.1604 Fr.1 i 11; πηγή Antiph. 52.12. II large cup, Ath.11.784d.

German (Pape)

[Seite 464] άδος, ἡ, 1) fem. zum folgdn, πηγή Antiphan. bei Ath. X, 449 c. – 2) eine Art Becher, Ath. XI. 784 d.

Greek (Liddell-Scott)

βρομιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀντιφ. Ἀφρ. 1. 12· ― μέγα ποτήριον, Ἀθην. 784D.

English (Slater)

βρομιάς f. adj.,
1 of Bromios, Dionysaic βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.

Greek Monolingual

βρομιάς, η (Α)
1. θηλ. του επιθ. βρόμιος (II)
2. ως ουσ. ονομασία μεγάλου ποτηριού.