εῖσα, έν, A v. βρέχω.
βρᾰχείς: εῖσα, έν, ἴδε ἐν λ. βρέχω.
εῖσα, έν;ao.2 Pass. de βρέχω.
v. βρέχω.
βρᾰχείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του βρέχω.
βραχείς -εῖσα -έν ptc. aor. pass. van βρέχω.