βρέχω

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρέχω Medium diacritics: βρέχω Low diacritics: βρέχω Capitals: ΒΡΕΧΩ
Transliteration A: bréchō Transliteration B: brechō Transliteration C: vrecho Beta Code: bre/xw

English (LSJ)

A fut. βρέξω LXX Am.4.7, al., (ἀπο-) Gal.6.591, etc.: aor. ἔβρεξα Hp.Mul.1.78, Pl.Phdr.254c, X.An.4.3.12, etc.:—Pass., fut. βρᾰχήσομαι LXX Is.34.3: aor. ἐβρέχθην E.El.326, X.An.1.4.17, etc.: aor. 2 ἐβράχην [ᾰ] Hp.Mul.1.80, Arist.Pr.906b26, Sotion p.190 W., Gal.6.270, Anacreont.31.26; but ἐβρέχην PGiss.160v12 (ii A. D.), Wilcken Chr.341.6 (ii A. D.): pf. βέβρεγμαι Pi.O.6.55, Hp.Acut.(Sp.) 47:—wet, of persons walking through water, τὸ γόνυ Hdt.1.189; τοὺς πόδας Pl.Phdr.229a; steep in water, Hp.VM 3; ἐν οἴνῳ Id.Fract.29; β. χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν shower wealth upon it, Pi.O.7.34; δακρύοισιν ἔβρεξαν ὅλον τάφον IG14.1422; β. ἐν δάκρυσι τὴν στρωμνήν LXX Ps.6.7, cf. 77(78).27:—Pass., get wet, βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν X.An.4.5.2; βρέχεσθαι ἐν ὕδατι to be bathed in sweat or drench themselves, Hdt.3.104 (so ἱδρῶτι β. τὴν ψυχήν Pl.Phdr.254c); βεβρεγμένος = filled with water, opp. διερός, Arist.GC330a17; of sponges, Id.Mete.386b5; ἄλφιτα β. ἐν ὕδατι Hp.Mul.2.110; to be rained upon, Plb.16.12.3; ὄμβροις Str. 15.1.13; especially in Egypt of the inundation of the Nile, τὰ βρεχέντα πεδία PFlor.331.6 (ii A. D.); ἡ βεβρεγμένη (sc. γῆ) PTeb.71.2 (ii B. C.), OGI669.57 (i A. D.); γῆ οὐ βρεχομένη LXX Ez.22.24:—but also intr. in Act., to be inundated, PPetr.3p.119 (iii B. C.), PTeb.106.19 (ii B. C.): metaph., ἀκτῖσι βεβρεγμένος = steeped in light, bathed in light, Pi.O. 6.55; σιγᾷ βρέχεσθαι Id.Fr.240; of hard drinkers, μέθῃ βρεχθείς E.El.326; βεβρεγμένος = tipsy, Eub.126.
II rain, send rain, Ev. Matt.5.45; Ζεὺς ἔβρεχε POxy.1482.6 (ii A. D.): c. acc., ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν LXX Ex.9.23; θεῖον ib.Ge.19.24, cf. Ev.Luc.17.29; ἄρτους Al.Ex.16.4.
2 impers., βρέχει = it rains, Telecl.54, Ep.Jac.5.17; ὅταν βρέχῃ Arr.Epict.1.6.26; also ἵνα ὑετὸς βρέχῃ Apoc.11.6.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. fut. βραχήσεται LXX Is.34.3, part. fem. βρεχησομένη PSI 1021.21 (II a.C.); pas. aor. ἐβρέχθην X.An.1.4.17, ἐβράχην Gr.Naz.M.35.948B, 3a plu. ἐβρέχησαν PGiss.60.5.12 (II d.C.), opt. βραχείη Gal.6.270, part. βραχεῖσα Arist.Pr.906b26, βραχέντες Hp.Mul.1.80]
A Itr.
1 mojar, empapar, inundar τὸ γόνυ Hdt.1.189, τοὺς πόδας Pl.Phdr.229a, τὰ αἰδοῖα X.An.4.3.12, ἱδρῶτι ... τὴν ψυχήν Pl.Phdr.254c, en v. pas. οὐδεὶς ἐβρέχθη ἀνωτέρω τῶν μαστῶν ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ X.An.l.c., c. compl. obj. externo βρέξαντές σφας (τοὺς πυρούς) Hp.VM 3, (τὸν σπόγγον) Hp.Morb.2.13, τοῖς δάκρυσιν ... τοὺς πόδας Eu.Luc.7.38, δακρύοισιν ... τάφον IUrb.Rom.1162.5 (III d.C.), ἐν δάκρυσίν μου τὴν στρωμνήν LXX Ps.6.7
rociar βωμὸν θεᾶς en un ritual, E.IA 1569
en preparados, medicamentos empapar, poner a remojo, macerar (δεῖ) τὰ πόπανα βρέξαντας τρίβειν Dieuch.15.35, τὸ ἄχυρον βρέχειν Orib.4.8.2, en v. pas. ἄλφιτα ... βεβρεγμένα ἐν ὕδατι Hp.Mul.2.110, cf. l.c., Acut.(Sp.) 47, οἷον ὁ βεβρεγμένος σπόγγος Arist.Mete.386b5, cf. Ruf.Interrog.46.
2 rel. c. la tierra inundar, irrigar, e.e. fertilizar esp. ref. a la acción del Nilo ἐπικωλύοντες βρέχειν τὴν γῆν PPetr.3.43re.1.8 (III a.C.), en v. pas. ἡ βεβρεγμένη (sc. γῆ) PTeb.71.2 (II a.C.), βρεχθίσης (sic) τῆς γῆς PYale 51.20 (II a.C.), cf. LXX Ez.22.24, PHib.90.8 (III a.C.) en BL 7.69, PSI l.c., PTeb.106.19 (II a.C.) en BL 7.270, ITemple of Hibis 4.57 (I d.C.), PFlor.331.6 (II d.C.) en BL 7.69, PGiss.l.c., Gr.Naz.l.c., εἰς ἔτη δύο βρεχόμενα en dos años mojados, e.e. en dos años de inundación, PYale 51.7.
3 fig. bañar, envolver βρέχε θεῶν βασιλεὺς ... χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν inundó la ciudad de dorados copos, e.d. derramó riquezas sobre ella Pi.O.7.34, en v. pas. ξανθαῖσι ... ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα bañado por rayos de sol su delicado cuerpo Pi.O.6.55, σιγᾷ βρέχεσθαι sumirse en el silencio Pi.Fr.240.
II intr. en v. med.-pas.
1 mojarse, empaparse ἐν ὕδατι ... βρέχεσθαι los indios para quitarse el calor, Hdt.3.104, διέβαινον αὐτὸν βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν X.An.4.5.2, βρέχομαι ... καὶ πεπλάνημαι estoy calado y ando errante, Anacreont.33.12, cf. 33.26, βρεχομένων ἢ σηπομένων de cuerpos que producen olor, Pl.Ti.66d, (δένδρα) παρὰ ῥείθροισι ... βρέχεται Antiph.228.5, cf. Thphr.HP 9.6.3, τὸ γὰρ ἐσκευασμένον, εἰ βραχείη δι' ὅλης τῆς ἡμέρας Gal.6.270, κυμίνου ὄξει βραχέντος SB 13002.2 (III d.C.), βεβρεγμένος empapado op. διερός Arist.GC 330a17, βραχεῖσα ... ὕλη Arist.Pr.l.c., ἄγαλμα, καίπερ ὂν ὑπαίθριον, οὔτε νίφεται ... οὔτε βρέχεται Plb.16.12.3, τὰ βραχέντα ... ζῷα ἢ σκεύη Par.Flor.40
de la tierra inundarse βρέχεται τοῖς θερινοῖς ὄμβροις ἡ Ἰνδική Str.15.1.13, βραχήσεται τὰ ὄρη ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῶν LXX Is.l.c.
2 fig. empaparse, mojarse de bebedores beber δεῖ γὰρ φαγόντας δαψιλῶς βρέχειν Antiph.279, εἴρηται δὲ τὸ ‘βρέχειν’ καὶ ἐπὶ τοῦ πίνειν Ath.23a
en part. pas. ebrio, borracho μέθῃ δὲ βρεχθείς E.El.326, βεβρεγμένος Eub.123, καί τις βραχεῖσα προσπόλων Men.Dysc.950.
B impers. o c. suj. ‘dios’ o ‘lluvia
1 intr. llover (θεός) ὁπότε βρέξας X.Oec.17.2, ἐπὶ πόλιν μίαν οὐ βρέξω LXX Am.4.7, Ζεὺς ἔβρεχε POxy.1482.6 (II d.C.), ἵνα μὴ ὑετὸς βρέχῃ Apoc.11.6
impers. llueve Telecl.58, βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους = hace llover sobre justos e injustos Eu.Matt.5.45, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς Ep.Iac.5.17, ὅταν βρέχῃ Arr.Epict.1.6.26.
2 fact. hacer llover ἔβρεξεν κύριος χάλαζαν LXX Ex.9.23, θεῖον καὶ πῦρ LXX Ge.19.24.
• Etimología: Se postula una r. *merg(h)/ *morg(h)/ *mreg(h)- y rel. let. merguôtlloviznar’. Tb. se ha puesto en rel. lat. mergere.

German (Pape)

[Seite 463] (vgl. διαβρέχω), b en etz en (u. zwar die Oberfläche, τέγγω, durchdringend); ἐν ὕδατι Her. 3, 104; Plat. Phaedr. 229 a u. Folgde, z. B. Xen. An. 3, 2, 22; ἐβρέχθη 1, 4, 17; vom Regen, Teleclid. com. B. A. 291; τὸ ἄγαλμα οὐ βρέχεται, wird nicht beregnet, Pol. 16, 12; oft N.T. u. Sp., impersonell. Übh. überströmen, überhäufen, ἀκτῖσι βεβρεγμένος σῶμα Pind. Ol. 6, 56; βρέχει χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν 7, 34; βρέχετο νιφάδι πολλᾷ 11, 53; – trinken, Antiphan. bei Ath. I, 23 a; vgl. aber Mein. III p. 147; öfter Anacr., z. B. 31, 12; βεβρεγμένος, trunken, Eubul. bei Ath. a. a. O.; μέθῃ βρεχθείς Eur. El. 326; übertr., νευρὴ βραχεῖσα Anacr. 31, 26.

French (Bailly abrégé)

f. réc. βρέξω, ao. ἔβρεξα, pf. inus.
Pass. f. réc. βραχήσομαι, ao. ἐβρέχθην, ao.2 ἐβράχην, pf. βέβρεγμαι;
mouiller;
I. en plongeant dans un liquide (eau, vin, etc.) : βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν XÉN mouillés jusqu'au nombril (soldats qui traversent un fleuve);
II. en arrosant ou inondant, particul.
1 faire pleuvoir ; • impers. βρέχει, il pleut;
2 mouiller de sueur.
Étymologie: R. Βρεχ, mouiller ; cf. lat. rigare.

English (Slater)

βρέχω
1 drench, rain upon c. acc. ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (O. 7.33) πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) (O. 10.51) met., ἴων ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα (sc. Iamos) (O. 6.55) μὴ σιγᾷ βρεχέσθω (-εσθαι v.l.) fr. 240.

English (Abbott-Smith)

βρέχω, [in LXX chiefly for מטר;]
1.to wet: Lk 7:38, 44.
2.In late Gk. writers and vernac. = ὕειν, to send rain, to rain (Kennedy, Sources, 39, 155): Mt 5:45; trop., β. πῦρ κ. θεῖον, Lk 17:29; impers., βρέχει, it rains: Ja 5:17; with ὐετός as subj., Re 11:6. †

English (Strong)

a primary verb; to moisten (especially by a shower): (send) rain, wash.

English (Thayer)

1st aorist ἐβρεξα; from Pindar and Herodotus down;
1. to moisten, wet, water: τούς πόδας ... δάκρυσιν, cf. Lob. ad Phryn., p. 291 (Winer's Grammar, 23)) to water with rain (Polybius 16,12, 3), to cause to rain, to pour the rain, spoken of God: ἐπί τινα, to send down like rain: κύριος ἔβρεξε θεῖον καί πῦρ, χάλαζαν, μάννα, βρέχει it rains (cf. Winer's Grammar, § 58,9b. β.): πῦρ καί θεῖον, ὑετός, Revelation 11:6.

Greek Monolingual

(AM βρέχω)
1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό
2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν»)
νεοελλ.
1. ραντίζω
2. πέφτω σαν βροχή
3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι
κατουριέμαι
4. φρ. α) «και το παξιμάδι βρεμένο» — για οκνηρούς που περιμένουν τα πάντα από τους άλλους
β) «του της έβρεξα» — τον έδειρα
γ) «έφυγε σαν βρεμένη γάτα» — έφυγε καταντροπιασμένος
δ) «πέρα βρέχει» — για απρόσεκτους, αδιάφορους ή ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν τα λεγόμενα
ε) «ό,τι βρέξει άς κατεβάσει» — ας γίνει ό,τι γίνει
στ) «πήρε τα βρεμένα του κι έφυγε» — έφυγε καταντροπιασμένος
ζ) «τον έχει μη στάξει και μη βρέξει» — τον περιποιείται εξαιρετικά
η) «ούτε βρέχεται ούτε λιάζεται» — δεν ενδιαφέρεται για τίποτε
θ) «βρέξε κώλο, φάε ψάρι» — για να πετύχεις κάτι πρέπει να κοπιάσεις
ι) «θα το βρέξουμε» — θα κεράσουμε ποτό για κάτι καινούργιο ή για κάποια επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βρέχω (< mregh-) συσχετίστηκε με ορισμένους βαλτοσλαβικούς όρους, πρβλ. λεττιτ. merguot, ρωσ. morosί- «βρέχει σιγά» < merg (h) -, morg (h) - (για τη δομή της συλλαβής, πρβλ. επίσης βρέφος < gwr-ebh-, που συνδέεται με το σλαβ. žrěbe < gwer-bh-). Αξιοσημείωτο είναι ότι έναντι του βρέχω οι ανωτέρω βαλτοσλαβικοί όροι εκφράζουν την έννοια της «ψιλής βροχής, ψιχαλίσματος», ιδιάζουσα σημασιολογική εξέλιξη που οφείλεται πιθ. στις διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Μη αποδεκτή, λόγω σημασιολογικών δυσχερειών, θεωρείται η άποψη σύμφωνα με την οποία το βρέχω σήμαινε αρχικά «(απο) πνίγω» (με το οποίο συνδέθηκε και το βρόχος «θηλειά που χρησιμοποιείται ως αγχόνη» και ότι υστερογενώς μόνο προσέλαβε τη σημασία «κατακλύζω, καταποντίζω» — πρβλ. πνίγω «θανατώνω προκαλώντας ασφυξία, πνίγω στο νερό» — γαλλ. noyer «διαβρέχω, πνίγω (στο νερό< λατ. necāre «φονεύω, πνίγω (στο νερό)». Το βρέχω συσχετίστηκε με το βρύχιος («αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας»), ενώ συνδέεται σημασιολογικά και με το ύω
πρβλ. ύει «βρέχει».
ΠΑΡ. βρέξη (αρχ. -ξις), βρεκτός (νεοελλ. και βρεχτός), βροχή
νεοελλ.
βρέξιμο, βρέχτης, βροχός (II).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -βρέχω): αποβρέχω, διαβρέχω, εμβρέχω, καταβρέχω
αρχ.
εκβρέχω, επιβρέχω, οξυβρέχω, προβρέχω, συμβρέχω, υποβρέχω
νεοελλ.
αιματοβρέχω, ματαβρέχω, ξαναβρέχω, παραβρέχω, περιβρέχω, πολυβρέχω, σιγοβρέχω, συχνοβρέχω, ψευτοβρέχω, ψιλοβρέχω. (Β' συνθετικό: -βρεχής, -βραχής): αρχ. αρτιβρεχής, διαβρεχής, ελαιοβρεχής και ελαιοβραχής, ευβρεχής και ευβραχής, ημιβρεχής και ημιβραχής, θαλασσοβραχής, μυροβρεχής και μυροβραχής, οινοβρεχής, ωοβραχής].

Greek Monotonic

βρέχω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἔβρεξα, Παθ. αόρ. αʹ ἐβρέχθην, παρακ. βέβρεγμαι, Λατ. rigo,
I. υγραίνω· τὸ γόνυ, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, περπατώ μέσα στο νερό, στον ίδ. — Παθ., βρέχομαι, υγραίνομαι· βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν, σε Ξεν.· βρέχεσθαι ἐν ὕδατι, λούζομαι στον ιδρώτα (συνήθης ερμηνεία), σε Ηρόδ.· λέγεται για μέθυσους, βρεχθεὶς μέθῃ, διαποτισμένος με κρασί, σε Ευρ.
II. 1. ρίχνω βροχή (σε Καινή Διαθήκη βρέχω πῦρ, βρέχω φωτιά, στο ίδ.).
2. απρόσ., βρέχει, όπως το ὕει, Λατ. pluit, ρίχνει βροχή, βρέχει, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βρέχω:
1 мочить, увлажнять (τι Arst.): οὑ τὸ γόνυ βρέχων Her., Xen. не замочив колен, т. е. вброд; ἱδρῶτι β. τὴν ψυχήν Plat. обливаться потом;
2 pass. (тж. β. ἑαυτόν Arst.) мокнуть, быть мокрым, влажным (πρὸς τὸν ὀμφαλόν Xen.; γῆ βρεχομένη и βεβρεγμένη Arst.; ἔριον βεβρεγμένον γάλακτι Plut.): μέθῃ βρεχθείς Eur. сильно опьяненный;
3 мочить дождем, насылать дождь (ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους NT); pass. мокнуть от дождя (οὔτε νίφεσθαι οὔτε βρέχεσθαι Polyb.);
4 перен. наводнять, заливать, осыпать (χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν Pind.): ἀκτῖσι βεβρεγμένος Pind. залитый лучами;
5 (о дожде), идти (ὑετὸς βρέχει NT): βρέχει impers. NT идет дождь.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: wet, drench (Hp.).
Other forms: Aor. βρέξαι, βρεχθῆναι, βραχῆναι; ἀναβέβροχεν Il. 17, 54.
Derivatives: βροχή rain, moistening, inundation (Democr.), βροχετός (AP), βροχμός, βρέγμα (Erot.). - βροχίς ink-horn (AP), βρόχιον id. (Pap.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [738] *mergʰ- wet, moisten
Etymology: Connected with Latv. merguôt rain slowly, merga soft rain, Russ. morosítь rain slowly, which can go back on *mergʰ-, morgʰ- (Trautmann, Balt.-slav. Wb. 182); βρεχω would require *mregʰ- (cf. on βρέφος; sec. full grade on the basis of zero grade *βραχ-?). There is a difference in meaning, which seems no decisive obstacle; complicated theory by Fraenkel, Glotta 12 (1914)1f. Cf. βρύχιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρέχω
1. act.
2. met acc. (causat.) nat maken:. β. τὸ γόνυ de knie nat maken Hdt. 1.189.2.
3. abs. laten regenen:; βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους = hij laat het regenen op rechtvaardigen en onrechtvaardigen NT Mt. 5.45; onpers.. οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς het regende niet op het land NT Iac. 5.17.
4. pass., intrans. nat worden:; οὐδεὶς ἐβρέχθη ἀνωτέρω τῶν μαστῶν niemand werd boven borsthoogte nat Xen. An. 1.4.17; ἐν ὕδατι... βρέχεσθαι in water baden (d.w.z. druipen van het zweet) Hdt. 3.104.2; overdr. dronken worden:. μέθῃ δὲ βρεχθείς dronken van de drank Eur. El. 326.

Middle Liddell

I. Lat. rigo, to wet, τὸ γόνυ, of men walking through water, Hdt.:—Pass. to be wetted, get wet, βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν Xen.; βρέχεσθαι ἐν ὕδατι to bathe in water, Hdt.: of hard drinkers, βρεχθείς soaked, Eur.
II. to rain, send rain, NTest.; c. acc. cogn., βρ. πῦρ to rain fire, NTest.
2. impers. βρέχει, like ὕει, Lat. pluit, it rains, NTest.

Frisk Etymology German

βρέχω: {brékhō}
Forms: Aor. βρέξαι, βρεχθῆναι, βραχῆναι
Grammar: v.
Meaning: nässen, überfluten, auch ‘regnen (lassen)’ (vorw. ion. poet., hell. und spät).
Derivative: Ableitungen: βροχή Regen, Bewässerung, Überschwemmung (Demokr., Thphr., Pap. usw.) und die seltenen βροχετός Regen (AP, nach ὑετός), βροχμός das Benetzen (EM) mit βροχμώδης (Demokr.), βρέγμα (Erot.). — Von βροχή, *βρόχος, evtl. direkt von βρέχω: βροχίς Tintenfaß (AP), βρόχιον ib. (Pap.), βροχικός regnerisch (Cat. Cod. Astr.).
Etymology: Seit Prellwitz und Bezzenberger BB 27, 153 (s. auch Trautmann Balt.-slav. Wb. 182) zu lett. merguôt sanft regnen, merga sanfter Regen, russ. morosítь fein regnen usw. gezogen, die alle auf idg. merg(h)-, morg(h)- zurückgehen gegenüber mregh- in βρέχω (vgl. zu βρέφος). Man kann gegen diese Etymologie einwenden, daß bei βρέχω die Vorstellung des Durchnässens, des Überflutens überwiegt, während die baltoslavischen Wörter den Begriff des feinen Regens ausdrücken. Unter Vergleich mit frz. noyer ertränken aus lat. necāre töten, auch ersticken, und πνίγειν ersticken, auch ertränken, pass. ertrinken (weitere Beispiele bei Schulze Kl. Schr. 148ff.) vermutet deshalb H. Fraenkel Glotta 12, 1f., βρέχω sei ursprünglich ersticken, woraus zudecken, überfluten (so bei Pi.); dazu als Verbalnomen βρόχος *Würgung, Würgeschlinge (s. d.). Vgl. βρύχιος.
Page 1,267

Chinese

原文音譯:bršcw 不雷何
詞類次數:動詞(7)
原文字根:下雨 相當於: (מָטַר‎)
字義溯源:濕潤*,濕了,下雨,降雨,降下來。這字有二個主要的意思
1)濕潤;如婦人眼淚濕了耶穌的腳( 路7:38)
2)下雨;如以利亞求不要下雨( 雅5:17)
同源字:1) (βρέχω)濕潤 2) (βροχή)雨 3) (βρόχος)羅網
出現次數:總共(7);太(1);路(3);雅(2);啓(1)
譯字彙編
1) 下雨(2) 雅5:17; 雅5:17;
2) 濕了(2) 路7:38; 路7:44;
3) 下(1) 啓11:6;
4) 降下來(1) 路17:29;
5) 他降雨(1) 太5:45

Mantoulidis Etymological

(=μουσκεύω, ραντίζω). Ἀπό ρίζα βρεχ- καί μέ μετάπτωση βροχ (βροχή) καί βραχ (ἐβράχην).
Παράγωγα: βρέξις (=βρέξιμο), βρεκτέον, βρέγμα, ἀπόβρεγμα (=διάλυση ἑνός σώματος σέ ὑγρό), βροχή, βροχετός (=βροχή), ἄβρεκτος, ἄβροχος, ἀδιάβροχος, διάβροχος.

Léxico de magia

1 mojar, humedecer ῥοδοδάφνην μετ' ἅλμης βρέξας καὶ τρίψας (οἰκίαν) ῥᾶνον humedece adelfa con agua de mar, tritúralo y haz aspersiones P VII 152 σκίλλαν εἰς ὕδωρ χλιαρὸν βρέξας δὸς αὐτῷ νίψασθαι moja una cebolla en agua caliente y dásela para que se lave P VII 178 λαβὲ βύσσινον ῥάκος καὶ βρέξας εἰς σησάμινον ἔλαιον toma una tira de lino y mójala con aceite de sésamo P VIII 86 ἀπόλειξον τὸ ἓν μέρος (τοῦ νίτρου) καὶ τὸ ἕ<τερο>ν βρέξας εἰς τὸν κρατῆρα ἀπόπλυνε lame una cara del natrón y la otra, mojándola en la cratera lávala P XIII 132 P XIII 691 βρέξον αὐτὰ εἰς τὰ καταμήνια τῆς γυναικὸς οὔσης ἐν ἀφέδρῳ, βρέξατω αὐτὰ εἰς τὴν φύσιν ἑαυτῆς mójalas (las arvejas) en el flujo menstrual de una mujer que esté menstruando, deben mojarse en su sexo mismo P XXXVI 322 λαβὼν σπέρμα ὑοσκυέμου βρέξον αὐτὸ γάλακτος ἱππίου toma semilla de beleño y mójala en leche de yegua P XXXVI 327 2 llover, enviar la lluvia como acción de la divinidad αἰνῶ σε, ὁ θεὸς τῶν θεῶν, ... ὁ βρέχων te alabo a ti, el dios de los dioses, el que envía la lluvia P IV 1161 ref. a Helios σὺ εἶ ὁ βροντῶν, ὁ βρέχων καὶ ἀστράπτων tú eres el que truena, el que llueve y el que relampaguea P VII 994 3 tr. hacer llover azufre σὺ εἶ τὸ θεῖον, ὃ ἔβρεξεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον Σωδόμων καὶ Γομώρων tú eres el azufre que Dios hizo llover en medio de Sodoma y Gomorra P XXXVI 302 4 en v. med. ungirse ἔλαιον λαβὼν ἐπίλεγε τὰ ὀνόματα, εἶτα βρέξαι καὶ κοιμῶ toma aceite, pronuncia los nombres y luego úngete y ve a dormir P XII 191

Translations

inundate

Bulgarian: заливам, наводнявам; Catalan: inundar; Chinese Mandarin: 淹沒/淹没; Czech: zaplavit; Dutch: inunderen; Finnish: hukuttaa; French: inonder; Galician: asolagar, alagar, anegar, inundar; German: überfluten; Greek: κατακλύζω, πλημμυρίζω; Ancient Greek: ἀμφικλύζω, καταβρέχω, κατακλύζειν, κατακλύζω; Hindi: परिप्लावित; Ido: inundar; Italian: inondare; Maori: whakaparawhenua; Persian: غرقه کردن; Polish: zalać; Portuguese: inundar; Russian: заливать, залить, затоплять, затопить, наводнять, наводнить; Spanish: inundar; Swedish: översvämma; Turkish: sel basmak, su basmak; Welsh: gorlifo