βωλοστροφέω
English (LSJ)
A turn up clods in ploughing, Gp.2.23.14 (Pass.), Eust.581.16:—hence βωλο-στροφητέος, α, ον, also βωλο-στροφία, ἡ, turning up of clods, and βωλο-στρόφιον, τό, dibble, Gloss.
German (Pape)
[Seite 468] die Erdschollen umwenden, pflügen, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
βωλοστροφέω: ἀναστρέφω βώλους, ἐν ᾧ ἀροτριῶ, Γεωπ. 2. 23, Εὐστ. 581. 16· βωλοστροφία, ἡ τὸ ἀναστρέφειν βώλους, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
dar la vuelta a los terrones, arar en v. pas. βεβωλο[σ] τροφημέναι (ἄρουραι) SB 11403.10 (III d.C.), ἵν' τὸ λιπαρὸν τῆς γῆς βαρυεργηθῇ καὶ βωλοστροφηθῇ Gp.2.23.14, cf. Eust.581.16.