βροντοποιός
English (LSJ)
όν, A thunder-making, Vett. Val.6.24, Ps.-Luc.Philopatr.4,24.
German (Pape)
[Seite 465] donnermachend, Luc. Philop. 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
βροντοποιός: -όν, (ποιέω) ὁ ποιῶν βροντήν, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπατρ. 4. 24.
Spanish (DGE)
-όν
productor del truenode Zeus, Luc.Philopatr.4, εἰ ... τὸ βροντοποιὸν δοχεῖον ἀνεμεστώθη; Luc.Philopatr.24, τὸν περὶ τὰς Πλειάδας τόπον ἐπέχει ... βροντοποιόν Vett.Val.6.20.
Russian (Dvoretsky)
βροντοποιός: мечущий громы (Ζεύς Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροντοποιός -ον βροντή, ποιέω donder veroorzakend.