γαληναῖος
English (LSJ)
α, ον, A = γαληνός, AP10.21 (Phld.); ὀπωπαί Epigr.Gr.403.2 (Sebastopolis). Adv. -αιως Sch.Od.7.319.
German (Pape)
[Seite 471] = γαληνός, poet., z. B. κύπρις Philod. 24 (X, 21); öfter in Anth.
Spanish (DGE)
(γᾰληναῖος) -α, -ον
1 sereno Κύπρις AP 10.21 (Phld.), ὀπωπαί GVI 1168.2 (Sebastópolis IV/V d.C.), κῦμα Aristaenet.1.7.16
•subst. τὸ γ. serenidad τῆς εἰρήνης Const. en Eus.VC 4.10.
2 adv. -ως serenamente ἐλαύνειν γ. Sch.Od.7.319.
Greek Monolingual
γαληναῑος, -α και -η, -ον (Α)
ο γαληνός.
Greek Monotonic
γαληναῖος: -α, -ον, = γαληνός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γᾰληναῖος: Anth. = γαληνός.
Middle Liddell
= γαληνός, Anth.]