ατος, τό, A bridge, J.BJ3.7.28 (pl.).
[Seite 487] τό, das Gedämmte, Brücke.
-ματος, τό puente I.BI 3.275, App.Gall.17a.
το (AM γεφύρωμα) γεφυρώη γέφυρανεοελλ.η γεφύρωση.