γεφύρωση

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

η (AM γεφύρωσις) γεφυρώ
η σύνδεση, ζεύξη δύο οχθών με γέφυρα
νεοελλ.
η προσέγγιση διαφορετικών απόψεων
αρχ.
σύστημα γεφυρών.