γιγαρτώδης

Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ες, A like grape-stones, Thphr.HP 3.17.6, Thd.Is.1.25.

Greek (Liddell-Scott)

γῐγαρτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γίγαρτονπλήρης ἐξ αὐτοῦ, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 17, 6, Θεοδ. II. Δ.

Spanish (DGE)

-ες
1 parecido a la pepita de uva τι μαλακόν Thphr.HP 3.17.6.
2 subst. τὸ γ. fig. desecho πυρώσω εἰς καθαρὸν τὸ γ. σου Thd.Is.1.25.

Greek Monolingual

γιγαρτώδης, -ες (AM)
1. όμοιος με τα κουκούτσια του σταφυλιού
2. με πολλά κουκούτσια.