γομφόδετος

Revision as of 21:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A nail-bound, δόρει A.Supp.846 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 500] mit Nägeln verbunden, δόρυ, Schiff, Aesch. Suppl. 826.

Greek (Liddell-Scott)

γομφόδετος: -ον, δι’ ἥλου ἠσφαλισμένος, δεδεμένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 846.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié ou assujetti au moyen de chevilles.
Étymologie: γόμφος, δέω.

Spanish (DGE)

-ον unido con pernosde una nave, A.Supp.846.

Greek Monolingual

-ον (Α)
αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -δετος < δέω «δένω»].

Russian (Dvoretsky)

γομφόδετος: скрепленный гвоздями, сколоченный (γομφόδετον δόρυ = ναῦς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γομφόδετος -ον γόμφος, δέω door pinnen bijeengehouden.