γρίπων

Revision as of 21:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, (γρῖπος) A fisherman, γρίπωνος γριπεὺς… ἔχωσε τάφον AP7.504.12 (Leon). (Prob. a pr. n.)

Greek (Liddell-Scott)

γρίπων: ὁ, (γρῖπος) ἁλιεύς, γρίπωνος· γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504· πρβλ. γριπεύς.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
c. γριπεύς.

Greek Monolingual

γρίπων, ο (Α) γρίπος
ο γριπεύς.

Greek Monotonic

γρίπων: ὁ (γρῖπος), ψαράς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γρίπων: ωνος (ῑ) ὁ Anth. = γριπεύς.

Middle Liddell

γρῖπος
a fisherman, Anth.