γρίπων
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, (γρῖπος) A fisherman, γρίπωνος γριπεὺς… ἔχωσε τάφον AP7.504.12 (Leon). (Prob. a pr. n.)
Greek (Liddell-Scott)
γρίπων: ὁ, (γρῖπος) ἁλιεύς, γρίπωνος· γριπεὺς ἔχωσε τάφον Ἀνθ. Π. 7. 504· πρβλ. γριπεύς.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
c. γριπεύς.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
γρίπων: ωνος (ῑ) ὁ Anth. = γριπεύς.