[δᾰ], εως, ἡ, A taming, subduing, Sch.Pi.O.13.98.
[Seite 521] ἡ, die Bändigung, Schol. Pind. Ol. 13, 98.
δάμᾰσις: -εως, ἡ, ἡμέρωσις, καθυπόταξις, Σχόλ. Πινδ. Ο. 13. 98.
ηβλ. δάμαση.