ἡμέρωσις
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
-εως, ἡ, a taming, reclaiming, τῆς χώρας (by clearing it of wild beasts), D.S.1.24; cultivation, of lands, Thphr. CP 2.4.3; of men, civilizing, Plu.Num.6 (pl.), Scymn.187.
German (Pape)
[Seite 1166] ἡ, das Zähmen, ἀνθρώπων πρὸς εὐσέβειαν Plut. Num. 6; χώρας, durch Vertilgung der wilden Tiere, D. Sic. 1, 24; Veredlung des Bodens, Theophr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de civiliser.
Étymologie: ἡμερόω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμέρωσις: εως ἡ
1 приведение в порядок, в культурный вид (τῆς χώρας Diod.);
2 облагораживание (ἀνθρώπων ἡμερώσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμέρωσις: -εως, ἡ, ἐξημέρωσις, τῆς χώρας (διὰ τῆς ἀπαλλαγῆς αὐτῆς ἀπό ἀγρίων θηρίων) Διόδ. 1. 24· καλλιεργία, ἐπί γαιῶν Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 4, 3· ἐπί ἀνθρώπων, ἐξημέρωσις, ἐκπολίτισις, Πλούτ. Νουμ. 6.
Greek Monotonic
ἡμέρωσις: -εως, ἡ, εξημέρωση, καλλιέργεια, εκπολιτισμός, σε Πλούτ.