γύπινος

Revision as of 21:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

η, ον, A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.

German (Pape)

[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vautour.
Étymologie: γύψ.

Spanish (DGE)

-η, -ον
propio del buitre πτέρυξ ἡ γ. Luc.Icar.11, cf. DP 18.10.

Greek Monolingual

γύπινος, -η, -ον (Α) γυψ
αυτός που ανήκει στον γύπα.

Greek Monotonic

γύπινος: [ῡ], -η, -ον (γύψ), αυτός που ανήκει στο γύπα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

γύπινος: (ῡ) коршунов, принадлежащий коршуну (πτέρυξ Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γύπινος -η -ον [γύψ] van een gier.

Middle Liddell

[γύψ]
of a vulture, Luc.