δίθυμος

Revision as of 21:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A at variance, LXX Pr.26.20.

German (Pape)

[Seite 624] zwieträchtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δίθῡμος: -ον, ὁ εἰς διαφωνίαν πρός τινα εὑρισκόμενος, Λατ. discors, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ', 20). Ι. διθυμία, ἡ, ἀσυμφωνία, διχόνοια, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον discordante, en desacuerdo de pers., LXX Pr.26.20.

Greek Monolingual

δίθυμος, -ον (Α)
αυτός που διαφωνεί με κάποιον.