ἀσυμφωνία
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ἡ, want of harmony, discord, Pl.Lg.861a, Ph.1.5; incoherence, πολλῆς ἀσυμφωνίας ἔγεμεν ὁ λόγος Carneisc.Herc.1027.10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): át. ἀξυμφωνία Pl.Lg.861a
1 mús. y gram. disonancia περιίσταται γὰρ τὸ ὅλον εἰς ἀσυμφωνίαν Aristid.Quint.11.21, cf. Priscian.Inst.2.371.5.
2 fig. falta de acuerdo o armonía ταραχή τε καὶ ἀξυμφωνία Pl.l.c., ἀσυμφωνίας μεστή Ph.1.5, ἃ ... οὐδεμίαν ἕξει μάχην σχόντα ἄν τινα ἀσυμφωνίαν las cuales ... no tendrán problema aún cuando tengan alguna contradicción de las palabras del Timeo, Plot.3.4.5, τὴν γὰρ ἔχθραν ἀσυμφωνίαν εἶναι Chrysipp.Stoic.3.166, ὁμολογεῖν δεήσει καὶ τοῦτο τῆς αὐτῆς ἀσυμφωνίας ἔχεσθαι S.E.M.8.186, ἀ. τοῦ κόσμου Hippol.Haer.5.8.22, ἀκαταστασίαι καὶ ἀσυμφωνίαι Hippol.Dan.4.6.4
•discrepancia entre autores, Tat.Orat.31
•incoherencia de un razonamiento, Praxiph.7.10, ἀσυμφωνίας καὶ διαφορᾶς λύσις del pensamiento platónico, Plu.2.1015f.
German (Pape)
[Seite 380] ἡ, Mangel an Einklang, Uneinigkeit, neben ταραχή Plat. Legg. IX, 861 a; Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d'accord, dissonance.
Étymologie: ἀσύμφωνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμφωνία: староатт. ἀξυμφωνία ἡ несозвучность, нестройность, неслаженность Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφωνία: παλ. Ἀττ. ἀξυμφωνία, ἡ, ἔλλειψις συμφωνίας, ἁρμονίας, διαφωνία, παραφωνία, Πλάτ. Νόμ. 861Α. Τὸ ῥῆμα ἀσυμφωνέω μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλωτίνου.
Greek Monolingual
η (Α ἀσυμφωνία και ἀξ-)
έλλειψη συμφωνίας, διαφωνία, διαφορά
αρχ.
έλλειψη μουσικής αρμονίας.