δαφναῖος

Revision as of 21:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

α, ον, A = δαφνικός, of bay, πέταλα Nonn.D.19.73. II epith. of Apollo,AP 9.477, Nonn.D.13.82.

German (Pape)

[Seite 524] zum Lorbeerbaum gehörig, Nonn. D. 2, 98; στέμμα Christod. ecphr. 250; Beiname des Apollo, Nonn. u. a. D.

Greek (Liddell-Scott)

δαφναῖος: -α, -ον, = δαφνικός, ὁ 'εκ δάφνης ἢ εἰς δάφνην ἀνήκων, Χριστ. Ἐκφρ. 260. ΙΙ. ὡς τὸ δαφνηφόρος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος αὐτ. 9. 477.

Greek Monolingual

δαφναῑος, -α, -ον (Α) δάφνη
1. ο δάφνινος
2. (επίθ. του Απόλλωνος) ο δαφνηφόρος.