δαφνικός

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

-ή, -ό δάφνη
1. (για στεφάνι) δάφνινος
2. φρ. «δαφνικό οξύ» — κύριο συστατικό του δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία.