δαφνικός
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
-ή, -ό δάφνη
1. (για στεφάνι) δάφνινος
2. φρ. «δαφνικό οξύ» — κύριο συστατικό του δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία.