δαφνικός
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-ή, -ό δάφνη
1. (για στεφάνι) δάφνινος
2. φρ. «δαφνικό οξύ» — κύριο συστατικό του δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία.