Δαυχναφόριος

Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

Δαυχναφόριος, ο (Α)
πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυπριακή λ. < δαύχνα (παράλληλος τ. του δάφνη, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + -φόριος < -φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)].