δειπνῖτις

Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, = fem. of A δειπνητικός, στολή D.C.69.18.

German (Pape)

[Seite 540] ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνῖτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δειπνητικός, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ.

Spanish (DGE)

-ιδος
propia de la cena ἔν τε τῇ στολῇ τῇ δειπνίτιδι con la ropa de la cena D.C.69.18.3.

Greek Monolingual

δειπνῑτις (-ιδος), η (Α) δείπνον
φρ. «δειπνῑτις στολή» — ενδυμασία κατάλληλη για δείπνο.