δειπνητικός

From LSJ

νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνητικός Medium diacritics: δειπνητικός Low diacritics: δειπνητικός Capitals: ΔΕΙΠΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: deipnētikós Transliteration B: deipnētikos Transliteration C: deipnitikos Beta Code: deipnhtiko/s

English (LSJ)

δειπνητική, δειπνητικόν, fond of dinner, Anaxipp.1.36; ἐπιστολαὶ δειπνητικαί letters on cookery, Ath.4.128a. Adv. δειπνητικῶς = like a cook, artistically, Ar.Ach.1016.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1referente a la cena o banquete ἐπιστολαὶ δειπνητικαί = cartas simposíacas e.e. en las que se da cuenta de lo acontecido en un banquete, Ath.128a.
2 de pers. aficionado a comer, exigente con la comida Anaxipp.1.36.
II adv. δειπνητικῶς = exquisitamente, ὡς μαγειρικῶς κομψῶς τε καὶ δειπνητικῶς αὑτῷ διακονεῖται de qué modo tan culinario, elegante y exquisito se sirve Ar.Ach.1016.

German (Pape)

[Seite 540] zur Mahlzeit gehörig, ἐπιστολαί Ath. IV, 128 a; zum Essen geneigt, Anaxipp. Ath. IX, 404 d (V. 36). – Adv., Ar. Ach. 1015.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne un souper;
2 qui aime à souper.
Étymologie: δειπνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνητικός -ή -όν [δειπνέω] feestmaal-; adv.: δειπνητικῶς αὑτῷ διακονεῖται hij laat zich bedienen als bij een diner Aristoph. Ach. 1016.

Greek Monolingual

δειπνητικός, -ή, -όν (Α) δειπνητής
Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που του αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα
2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» — επιστολές με θέμα τη μαγειρική
II. επίρρ. δειπνητικῶς
σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία του μάγειρα.

Greek Monotonic

δειπνητικός: -ή, -όν (δειπνέω), σχετικός με τη μαγειρική· επίρρ. δειπνητικῶς, όπως ο μάγειρας, με καλαισθησία και τεχνική, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ δειπνῇ, Ἀνάξιππ. Ἐγκαλ. 1. 36· ἐπιστολαὶ δ., ἐπιστολαὶ μαγειρικαί, Ἀθήν. 128Α. ― Ἐπίρρ. δειπνητικῶς, ὡς μάγειρος, μαγειρικῶς, τεχνηέντως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1016.

Middle Liddell

δειπνέω
of or for cookery: adv. δειπνητικῶς, like a cook, artistically, Ar.