Μόρος

Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

ο, θηλ. ΜόραΜόρος)
Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. Μoro].

Russian (Dvoretsky)

Μόρος: ὁ Мор (сын Ночи) Hes.