ο / Χαλκιδεύς, -έως, ΝΜΑ1. κάτοικος της Χαλκίδας, Χαλκιδαίος2. κάτοικος της Χαλκιδικήςαρχ.ως προσηγ. (κατά τον Ησύχ.) «χαλκιδεύςδειλός».[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χαλκίς, -ίδος + κατάλ. -εύς].