ο, θηλ. Πειραιώτισσαο κάτοικος του Πειραιά ή αυτός που κατάγεται από τον Πειραιά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πειραιάς + κατάλ. -ώτης, Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].