Πειραιώτης

Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. Πειραιώτισσα
ο κάτοικος του Πειραιά ή αυτός που κατάγεται από τον Πειραιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πειραιάς + κατάλ. -ώτης, Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].