Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο (Α ἄζωστος, -ον)αυτός που δεν φοράει ζώνη, ο μη ζωσμένοςαρχ.ο μη οπλισμένος, άοπλος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ζωστός, ρηματ. επίθ. του ζώννυμι (ζωννύω, ζώνω)].