ζώννυμι

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώννῡμι Medium diacritics: ζώννυμι Low diacritics: ζώννυμι Capitals: ΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: zṓnnymi Transliteration B: zōnnymi Transliteration C: zonnymi Beta Code: zw/nnumi

English (LSJ)

(
A ὑποζωνύναι IG12.73.9), (παρα-) Pl.R. 553c; ζωννύω Hp. Mul.1.68: impf. ἐζώννυον Ev.Jo.21.18: fut. ζώσω LXX Ex.29.9, Ev.Jo. l.c.: aor. 1 ἔζωσα Od.18.76, Hp.Art.14: pf. ἔζωκα Paus.8.40.2, (δι-) D.H.2.5:—Med. (v. infr. ΙΙ):—Pass., aor. 1 ἐζώσθην (δι-) Thphr. Sign.22: pf. ἔζωμαι (δι-) Th.1.6 ap. Phot., Suid. s.v. σέσωται, 3sg. ἔζωται (δι-) IG22.1491.36, (ὑπ-) ib.1621.68, ἔζωσται Hp.Art.l.c.; also in med. sense (v. infr.): rare in Att., even in compds.:—gird, esp. gird round the loins for a pugilistic conflict (v. infr.), ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ Od.18.76 (here only Act. in Hom.); ζῶσέ [μιν]… Ἀθήνη Hes.Op.72; ζ. τινά hug him in wrestling, Paus.8.40.2; ζ. γαῖαν, of Ocean, AP9.778 (Phil.); ζ. νῆα ὅπλῳ, = ὑποζώννυμι ΙΙ, A.R.1.368: c. dupl. acc., ζ. τινὰ ζώνην LXX Le.8.7, cf. 1 Ki.17.39.
II Med., ζώννῠμαι, gird oneself, especially of athletes. γυμνός, ζωννυμένων τῶν πρὶν ἐνὶ σταδίῳ IG7.52.6 (Megara, iv B.C.); τὼ δὲ ζωσαμένω βήτην ἐς μέσσον ἀγῶνα Il.23.685, cf. 710; ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα Od.24.89; Ὀδυσσεὺς ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα 18.67, cf. Parth. 10.2.
2 generally, gird up one's loins for battle, ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους Il.11.15; ζώννυσθαι [ζωστῆρι] 10.78: c. acc., ὅθι ζωννύσκετο μίτρην 5.857 (vulg.); ζώσατο δὲ ζώνην 14.181 (vulg.); χαλκὸν ζώννυσθαι 23.130; ἐς γόνυ μέχρι χιτῶνα ζώννυσθαι Call.Dian.12; χιτῶνα εἰς μηρὸν ἔζωστο Plu.Ant.4; for labour, Hes.Op.345; ἐπὶ βουσίν A.R.1.426, etc.; ζώννυσθαι τὰς κοιλίας ζώναις Theopomp.Hist. 39a.
III Pass., to be fixed by means of girths, LXX 1 Ma.6.37.
2 to be formed in belts or seams, καδμεία ἐζωσμένη (ἐξωσμ- codd.) prob. in Ps.-Democr.Alch.p.45B. (cf. ζωνῖτις). (ζω (ς)- from I.-E. yōs-, cf. Lith. júosti 'to gird', júostas, Avest. yāsta-, = ζωστός 'girt'.)

German (Pape)

[Seite 1143] (ep. impf. ζωννύσκετο, Il. 8, 857; aor. pass. ζωσθείς, Nonn.; praes. auch ζωννύουσι, Strab. XI, 530, N. T u. Sp.), gürten, bes. zum Kampfe, δρηστῆρες ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ Od. 18, 75; sonst im med. bei Hom., ζῶσαι, gürte dich zum Kampfe, Od. 18, 30; ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα 24, 88; oft geradezu = sich zur Schlacht rüsten, wie Paus. 9, 17, 3 bemerkt: τὸ ἐνδῦναι τὰ ὅπλα ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ ζώσασθαι; ζώσατο μὲν ῥάκεσι περὶ μήδεα Od. 18, 66; ζωστῆρι Il. 10, 77; mit dem acc., ζώνην, μίτρην, χαλκὸν ζώννυσθαι, sich den Leibgurt, das Schwert unrgürten, 5, 857. 14, 181. 23, 130; einzeln bei Sp., ζώννυνται τὰς κοιλίας ζώναις, sie gürten sich den Bauch, Ath. X, 443 b; ἔζωστο χιτῶνα εἰς μηρόν Plut. Ant. 4.

French (Bailly abrégé)

f. ζώσω, ao. ἔζωσα, pf. ἔζωκα;
Pass. ao. ἐζώσθην, pf. ἔζωμαι, mieux que ἔζωσμαι, pqp. ἐζώσμην;
ceindre;
Moy. ζώννυμαι plus us. (f. ζώσομαι, ao. ἐζωσάμην);
1 se ceindre : ζωστῆρι IL de son baudrier;
2 ceindre sur soi : ζώνην IL, μίτρην IL une ceinture ; χαλκόν IL son épée ; χιτῶνα PLUT s'envelopper d'une tunique.
Étymologie: DELG cf. ζώνη, ζῶμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζώννυμι en ζωννύω, imperf. ἐζώννυον, imperf. med. 3 sing. iter. ζωννύσκετο; aor. ἔζωσα, ep. med. 3 sing. ζώσατο; perf. med.-pass. 3 sing. ἔζωσται; plqperf. med.-pass. 3 sing. ἔζωστο; fut. ζώσω. act. omgorden, een gordel omdoen (voor veldtocht, oorlog, worstelen), met acc.: ἐζώννυες σεαυτόν je deed jezelf een gordel om NT Io. 21.18. med. (zich) een riem omdoen, zijn kleren vastmaken (voor veldtocht, oorlog, worstelen):; ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους hij spoorde de Argivers aan zich de gordel om te doen (d.w.z. zich klaar te maken voor de strijd) Il. 11.15; ζῶσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου doe je gordel om en trek je sandalen aan NT Act. Ap. 12.8; met dat..; ζώσατο δὲ ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ zij omgordde zich met een gordel voorzien van honderd kwastjes Il. 14.181; met acc. omdoen, aandoen, dragen:. χαλκὸν ζώννυσθαι het brons (van de wapenrusting) aan te trekken Il. 23.130; χιτῶνα εἰς μηρὸν ἔζωστο hij droeg zijn chiton opgeschort tot aan zijn dij Plut. Ant. 4.3.

Russian (Dvoretsky)

ζώννῡμι: NT тж. ζωννύω (fut. ζώσω, aor. ἔζωσα, pf. ἔζωκα; med.: ζώννῠμαι, fut. ζώσομαι, aor. ἐζωσάμην; pass.: aor. ἐζώσθην, pf. ἔζωμαι и ἔζωσμαι; adj. verb. ζωστός)
1 надевать пояс, опоясывать: ζῶσε Ἀθήνη Hes. (на Пандору) пояс надела Афина; Ὠκεανὸς ζώννῡσι γαῖαν Anth. Океан опоясывает землю; ζώσατο ῥάκεσιν Hom. (Одиссей) опоясался лохмотьями; ζώννυσθαι χαλκόν Hom. подпоясаться медным мечом; ζώννυσθαι ζώνην или ζωστῆρι Hom. надеть на себя пояс, подпоясаться; ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Hom. (место), где (Арей) опоясывался перевязью; ζώννυσθαι χιτῶνα εἰς μηρόν Plut. окутать бедра хитоном;
2 (для участия в состязании, в дорогу и т. п.) подпоясывать, т. е. снаряжать (τινά Hom., NT, ζώννυνταί τε νέοι, καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ζώννῡμι: (παρα-) Πλάτ. Πολ. 553C, ζωννύω Ἱππ. 617. 19· μέλλ. ζώσω Ἑβδ., Κ. Δ.· ἀόρ. ἔζωσα Ὀδ. Σ. 76 (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τῷ ἐνεργ.), Ἱππ. 791D· πρκμ. ἔζωκα Παυσ. 8. 40. 2, (δι-) Διον. Ἁλ. 2. 5. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. - Παθ., ἀόρ. ἐζώσθην (δι-) Θεόφρ. Ἀποσπ. 6. 1, 22· πρκμ. ἔζωσμαι Ἱππ. 791G, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ μέσ. σημασ. (ἴδε κατωτ.) ἐν Ἀττικ. Ἐπιγραφ. ἔζωμαι (ὑπ-, δι-) Meisterch. Gramm. σ. 185)· - Τὸ ῥῆμα εἶναι σπάνιον παρ’ Ἀττ., ἔτι καὶ έν συνθέτοις· ἴδε δια-, κατα-, περι-, συ-ζώννυμι. (Ἡ √ΖΩΣ, ἐξ ἧς παράγονται ὡσαύτως ζωστήρ, ζῶμα, ζώνη, ζητητέα πιθανῶς ἐν τῷ Ζενδ. yâ←-to (cinctus), Λιθ. po-jas-ati (cingere), ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 611.)

English (Slater)

ζώννυμι med. gird up (one's dress) ἀλλὰ ζωςᾰμένα τε πέπλον ὠκέως ὑμνήσω (a chorus of girls speaks) Παρθ. 2. 6.

English (Strong)

from ζώνη; to bind about (especially with a belt): gird.

English (Thayer)

and ζωννύω: imperfect 2nd person singular ἐζωνυες; fut, ζώσω; 1st aorist middle imperative ζῶσαι; to gird: τινα, to gird oneself: L T Tr WH. (Homer, et al.) (Compare: ἀναζώννυμι, διαζώννυμι, περιζώννυμι, ὑποζώννυμι.)

Greek Monolingual

ζώννυμι και ζωννύω (AM)
βλ. ζώνω.

Greek Monotonic

ζώννῡμι: μέλ. ζώσω, αόρ. αʹ ἔζωσα· Παθ. αόρ. αʹ ἐζώσθην, παρακ. ἔζωσμαι,
I. περιζώνω, ιδίως ζώνω γύρω από τα πλευρά, λέγεται για αναμέτρηση πυγμαχίας κατά την οποία οι παλαιστές φορούσαν μία λωρίδα υφάσματος για να καλύπτουν τα γεννητικά τους όργανα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ζώννυμι γαῖαν, λέγεται για τον Ωκεανό, σε Ανθ.
II. 1. Μέσ., ζώννῠμαι, περιζώνομαι, δένομαι γύρω από τη μέση, λέγεται για τους παλαιστές και τους πυγμάχους, οι οποίοι σε παλαιότερες εποχές (ομηρικά χρόνια) φορούσαν ένα λινό ύφασμα (που καλείτο ζῶμα, διάζωμα) γύρω από τα πλευρά τους για να καλύπτουν τα απόκρυφα μέλη τους.
2. γενικά, ζώνομαι και ετοιμάζομαι για μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με αιτ., ζωννύσκετο μίτρην, έσφιγγε τη ζώνη του, στο ίδ.· χαλκὸν ζώννυσθαι, περικυκλώνομαι από το σπαθί κάποιου, στο ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: gird (oneself) (Il.).
Other forms: -μαι, aor. ζῶσαι, -ασθαι (Il.), fut. ζώσω, perf. med.-pass. ἔζω(σ)μαι, aor. pass. ζωσθῆναι, perf. act. ἔζωκα; -ύω (Hp.).
Compounds: Often with prefix, δια-, ὑπο-, περι- a. o.
Derivatives: 1. (διά-, περί-, ὑπό-, σύ-)ζῶμα (hell. also ζῶσμα; s. below and Schwyzer 523) girdle, loin-cloth (Il.) with περιζωμάτιον id. (hell.) and περιζωματίας forming a girdle (of erysipelas; Orib.). 2. ζώνη girdle, also waist (Il.) with the dimin. ζώνιον (Ar., Arist.), -άριον (Comm. in Arist.); ζων-ιαῖος with the size of a girdle (Ath. Mech.; on the formation Chantraine Formation 49), ζωνῖτις striped (καδμεία; Dsc.); περιζώνιον, -ίδιον dagger worn on the girdle (hell.). 3. ζωστήρ life-girdle (Il.; s. v. Wilamowitz Eur. Her. 313, Trümpy, Fachausdrücke 89), often metaph., also as name of a promontory on the west side of Attica (Hdt.) with Ζωστήριος, -ια surname of Apollon and Athena (inscr. Va [Athen, Delphi; v. Wilamowitz Glaube 2, 164] etc.). 4. ζῶστρα pl. girdle (ζ 38), (δια-, περι-)ζώστρα f. loin-cloth, head-band (hell.). 5. ζωτύς (or ζωγύς) θώραξ H. 6. (ἄ-, εὔ- etc.)ζωστός girded (Hes.).
Origin: IE [Indo-European] [513] *ieh₃s- gird
Etymology: The verbal adjective ζωστός has an exact parallel in Av. yāsta-, Lith. júostas, IE *ieh₃s-tos. In Balto-Slavic we find yot-presents Lith. júosiu (inf. júosti), OCS. po-jašǫ (inf. -jasati) gird, in Iranian a secondary formation (aiwi-)yāŋhayeiti id. (IE *i̯eh₃seieti). A rest of the athematic root present perhaps in (Thess.) ζούσθω ζωννύσθω H.; it agrees with OLith. 3. sg. pres. juos-ti. There is no agreement for the nasal prssent ζώννυμι < *ζώσ-νυ-μι (on the phonetics Schwyzer 282 and 312) outside Greek. - Further close agreements are ζῶμα (< IE *i̯eh₃s-mn̥) and Lith. juosmuõ loin-, life-girdle (IE i̯eh₃s-mṓ(n)), ζώνη (*i̯eh₃s-nā) and Russ.-Csl. po-jasnь id. (i̯ōs-ni-); cf. further Skt. rā́snā girdle for *yā́snā after raśanā́ knot, gird (Wackernagel KZ 46, 272 = Kl. Schr. 1, 290)?; cf. the Kafir forms in Morgenstierne NTS 15, 253 and 280; further Mayrhofer KZ 75. - Fraenkel Lit. et. Wb. s. júosti.

Middle Liddell

I. to gird, esp. to gird round the loins for a pugilistic conflict, Od., Hes.; ζ. γαῖαν, of Ocean, Anth.
II. Mid. ζώννῦμαι, to gird oneself, gird up one's loins, of wrestlers and pugilists, who in early times wore a linen cloth (ζῶμα, διάζωμα) round their loins.
2. generally, to gird up one's loins, prepare for battle, Il.; also c. acc., ζωννύσκετο μίτρην girded on his belt, Il.; χαλκὸν ζ. to gird on one's sword, Il.

Frisk Etymology German

ζώννυμι: {zṓnnumi}
Forms: (-ύω), -μαι, Aor. ζῶσαι, -ασθαι (seit Il.), Fut. ζώσω, Perf. Med.-Pass. ἔζω(σ)μαι, Aor. Pass. ζωσθῆναι, Perf. Akt. ἔζωκα
Grammar: v.
Meaning: ‘(sich) gürten’ (vorw. hell. u. spät).
Composita: Oft mit Präfix, δια-, ὑπο-, περι- u. a.
Derivative: Ableitungen: 1. (διά-, περί-, ὑπό-, σύ-)ζῶμα (hell. u. spät auch ζῶσμα; vgl. unten und Schwyzer 523) Gürtel, Schurz (seit Il.) mit περιζωμάτιον ib. (hell.) und περιζωματίας einen Gurt bildend (vom Rotlauf; Orib.). 2. ζώνη Gurt, Gürtel, auch die Weichen (seit Il.) mit den Deminutiva ζώνιον (Ar., Arist. u. a.), -άριον (Comm. in Arist. u. a.); ζωνιαῖος einen Gürtel messend (Ath. Mech.; zur Bildung Chantraine Formation 49), ζωνῖτις gestreift (καδμεία; Dsk.); περιζώνιον, -ίδιον Dolch der am Gürtel getragen wird (hell.). 3. ζωστήρ Leibgurt (seit Il.; s. v. Wilamowitz Eur. Her. 313), oft übertr., auch als N. eines Vorgebirges an der Westküste Attikas (Hdt.) mit Ζωστήριος, -ια Beinamen des Apollon und der Athena (Inschr. seit Va [Athen, Delphi; v. Wilamowitz Glaube 2, 164] usw.). 4. ζῶστρα pl. Gürtel (ζ 38), (δια-, περι-)ζώστρα f. Schürze, Stirnband (hell.). 5. ζωτύς· θώραξ H. 6. (ἄ-, εὔ- usw.)ζωστός gegürtet (Hes. usw.).
Etymology: Das Verbaladjektiv ζωστός hat eine genaue Entsprechung in aw. yāsta-, lit. júostas, idg. *i̯ōs-tos. Daneben stehen im Baltisch-Slavischen ein Jotpräsens lit. júosiu (Inf. júosti), aksl. po-jašǫ (Inf. -jasati) umgürten, im Iranischen eine Sekundärbildung (aiwi-)yāŋhayeiti ib. (idg. *i̯ōseieti). Ein Relikt eines athematischen Wurzelpräsens scheint in (thess.) ζούσθω· ζωννύσθω H. vorzuliegen; dazu stimmt alit. 3. sg. Präs. juos-ti. Dagegen gibt es zum geläufigen Nasalpräsens ζώννυμι aus *ζώσνυμι (zum Lautlichen Schwyzer 282 und 312) kein außergriechisches Gegenstück. — Es stimmen ferner nah zueinander ζῶμα (aus idg. *i̯ṓs-mn̥) und lit. juosmuõ ‘Lenden-, Leibgürtel' (idg. i((ōs-mṓ[n]), ζώνη (idg. *i̯ṓs-) und russ.-ksl. po-jasnь ib. (i̯ōs-ni-); dazu noch aind. rā́snā Gurt für *yā́snā nach raśanā́ Strick, Gurt (Wackernagel KZ 46, 272 = Kl. Schr. 1, 290)?; vgl. die Kafirformen bei Morgenstierne NTS 15, 253 und 280; dazu Mayrhofer KZ 75. — WP. 1, 209, Pok. 513, Fraenkel Lit. et. Wb. s. júosti.
Page 1,617-618

Chinese

原文音譯:zènnumi 閂匿米
詞類次數:動詞(2)
原文字根:束捆
字義溯源:束捆,束上,束帶,束上帶子;源自(ζώνη)*=帶)。參讀 (ἀναζώννυμι)同義字參讀 (ζώνη)同源字
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編
1) 束上(1) 約21:18;
2) 束帶(1) 約21:18

Mantoulidis Etymological

(=δένω). Ἀπό θέμα: ζωσ + πρόσφυμα νυ + μι → ζώσ-νυ-μι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν → ζώννυμι.
Παράγωγα: ζώνη, ζωνάριον (ὑποκορ.), ζῶμα (=ἐσωτερικό ροῦχο τῶν ὁμηρικῶν πολεμιστῶν), διάζωμα, περίζωμα, ὑπόζωμα, ζῶσις, ζωσμός, ζωστήρ, ζωστήριος, ζώστης, ζωστός, ἄζωστος, ζῶστρον, ἀνυπόζωστος, εὔζωνος.