-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον)1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο)2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + όρχις κατά τα σε -ος].