αντίθεση

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀντίθεσις)
1. η σχέση μεταξύ δύο εννοιών κατά τέτοιο τρόπο ώστε η μία να αποκλείει την άλλη
2. ουσιώδης διαφορά, διάσταση
νεοελλ.
σχήμα λόγου κατά το οποίο ασύμβατες λέξεις ή αντίθετα νοήματα και έννοιες παρατίθενται για να εξάρουν τον λόγο και να δημιουργήσουν εντύπωση
αρχ.
1. αντιστοιχία
2. γραμμ. εναλλαγή γραμμάτων σε μιά λέξη.