ἤλιθα (Α)επίρρ.1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» — λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.)2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» — κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ήλιθα < ήλιθος < ηλεός.ΠΑΡ. ηλίθιος].