ηλίθιος

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο (AM ἠλίθιος, -ία, -ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, -ία, -ον) ανόητος, μωρός, βλάκας
αρχ.
1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοποςβέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.)
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος
3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι» — είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ηλιθίου
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠλίθιον
ανόητα, ηλίθια, με βλακώδη τρόπο.
επίρρ...
ηλιθίως και ηλίθια (AM ἠλιθίως) ανόητα, με ηλίθιο τρόπο.