ηλίθιος
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
Greek Monolingual
-ια, -ιο (AM ἠλίθιος, -ία, -ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, -ία, -ον) ανόητος, μωρός, βλάκας
αρχ.
1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.)
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος
3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι» — είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ηλιθίου
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠλίθιον
ανόητα, ηλίθια, με βλακώδη τρόπο.
επίρρ...
ηλιθίως και ηλίθια (AM ἠλιθίως) ανόητα, με ηλίθιο τρόπο.