ἥμων, ο (Α)στον πληθ. οἱ ἥμονεςακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἡ (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].