αγγουρομάνα

Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
αγγούρι που αφήνεται να αναπτυχθεί και να ωριμάσει για την παραγωγή σπόρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγούρι + παραγ. κατάλ. -μάνα. Το β΄ συνθετ. με μεγεθυντική σημασία].